κορυβαντιζω

κορυβαντιζω
    κορυβαντίζω
    κορῠβαντίζω
    совершать очистительные обряды корибантов Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κορυβαντιζω" в других словарях:

  • κορυβαντίζω — (Α) [Κορύβας] καθαίρω, εξαγνίζω κάποιον με κορυβαντικές τελετές …   Dictionary of Greek

  • κορυβαντιζομένους — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυβαντιζόμενοι — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυβαντιούσης — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites fut part act fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυβαντιῶ — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites fut ind act 1st sg (attic epic doric) Κορυβαντιάω celebrate the rites of the Corybantes pres imperat mp 2nd sg Κορυβαντιάω celebrate the rites of the Corybantes pres subj act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυβαντιῶν — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites fut part act masc nom sg (attic epic doric) Κορυβαντιάω celebrate the rites of the Corybantes pres part act masc voc sg Κορυβαντιάω celebrate the rites of the Corybantes pres part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκορυβάντιζεν — Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • κορυβαντισμός — (Α) [κορυβαντίζω] 1. κάθαρση, εξαγνισμός με κορυβάντειες τελετές 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάθαρσις μανίας» 3. ενθουσιασμός, φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων …   Dictionary of Greek

  • ἐκορυβάντιζ' — ἐκορυβάντιζε , Κορυβαντίζω purify by Corybantic rites imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»